- πύρδαιον
- πύρδαιον, τό, = sq. 11, IG42(1).108.146 (Epid.): pl., ib.109ii 149; [dialect] Lacon. [full] πούρδαιν (q.v.); cf. πυροδάνσιον.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.